Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sperticataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [spertikataˈmente]

υπερβολικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperticarsi sperticato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)
spesseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spessezza (θηλ.ουσ)
spessimetro (ουσ αρσ )
spesso (επίθ.)
spesso (επίρ.)
spessore (ουσ αρσ )
spetezzare (ρ.αμτβ.)
spett. (σύντ.)
spettabile (επίθ.)
spettacolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---