Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spèrso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛrso]

1 αμήχανος
2 ταραγμένος στενοχωρημένος
3 παραπεταμένος αδέσποτος (για ζώο)
4 χαμένος
5 σαστισμένος
6 συγχυσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperpetua spersonalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperperare (ρ. μτβ.)
sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)
spesseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spessezza (θηλ.ουσ)
spessimetro (ουσ αρσ )
spesso (επίθ.)
spesso (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---