Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sperperìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sperpeˈrio]

1 διασπάθιση
2 άσκοπη και υπερβολική δαπάνη
3 άσκοπη και συνεχής δαπάνη
4 σπατάλη
5 άμετρο ξόδεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperperatore sperpero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperone (ουσ αρσ )
speronella (θηλ.ουσ)
sperperamento (ουσ αρσ )
sperperare (ρ. μτβ.)
sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)
spesseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spessezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---