Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spersonalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spersonalidˈdzare]

1 αποπροσωποποιώ
2 αφαιρώ προσωπικότητα
3 καθιστώ απρόσωπο

spersonalizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spersonalidˈdzarsi]

1 χάνω την προσωπικότητα μου
2 χάνω αίσθηση προσωπικότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperso spersonalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)
spesseggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spessezza (θηλ.ουσ)
spessimetro (ουσ αρσ )
spesso (επίθ.)
spesso (επίρ.)
spessore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---