Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspésa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈspesa] η δαπάνη, το έξοδο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaffrontare una spesa = μπαίνω σε έξοδα || fare la spesa = κάνω ψώνια || le spese [θηλ. πλυθ.] = τα έξοδα || spese [θηλ. πλυθ.] di viaggio = τα ναυλά || spese [θηλ. πλυθ.] superflue = τα περιπτά έξοδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |