Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sperperàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sperpeˈrare]

1 καταδαπανώ
2 κατασωτεύω
3 χαλώ
4 διασκορπίζω
5 διασπαθίζω
6 ασωτεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperperamento sperperatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speronata (θηλ.ουσ)
speronato (επίθ.)
sperone (ουσ αρσ )
speronella (θηλ.ουσ)
sperperamento (ουσ αρσ )
sperperare (ρ. μτβ.)
sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)
sperticato (επίθ.)
spesa (θηλ.ουσ)
spesare (ρ. μτβ.)
spesato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---