Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsperonàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [speroˈnato] 1 που φέρει σπιρούνι (για ζώο) 2 που φέρει πλήκτρο (για φυτό) 3 εμβολισμένος 4 με προεξέχουσες ρίζες (για φυτό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |