Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speronàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [speroˈnato]

1 που φέρει σπιρούνι (για ζώο)
2 που φέρει πλήκτρο (για φυτό)
3 εμβολισμένος
4 με προεξέχουσες ρίζες (για φυτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speronata sperone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spermatozoo (ουσ αρσ )
spermicida (επίθ.)
speronamento (ουσ αρσ )
speronare (ρ. μτβ.)
speronata (θηλ.ουσ)
speronato (επίθ.)
sperone (ουσ αρσ )
speronella (θηλ.ουσ)
sperperamento (ουσ αρσ )
sperperare (ρ. μτβ.)
sperperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sperperio (ουσ αρσ )
sperpero (ουσ αρσ )
sperpetua (θηλ.ουσ)
sperso (επίθ.)
spersonalizzare (ρ. μτβ.)
spersonalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spersonalizzazione (θηλ.ουσ)
sperticarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sperticatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---