Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspermacèti
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spermaˈʧɛti] 1 σπαρματσέτο 2 σπερματσέτο 3 στεατοκηρίο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |