ItalianoGreco


sperimentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sperimenˈtato]

1 δοκιμασμένος
2 ειδικευμένος
3 δόκιμος
4 ελεγχθείς
5 αποδεδειγμένος
6 μαθός
7 έμπειρος
8 πολύξερος
9 ειδικός
10 γνώστης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---