Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsperimentalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sperimentaˈlizmo] 1 εμπειριοκρατία 2 εμπειριαρχία 3 εμπειρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |