Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spergiuratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sperʤuraˈtore]

1 ψευδομάρτυρας
2 ψεύδορκος
3 επίορκος
4 παράσπονδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spergiurare spergiuro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperequare (ρ. μτβ.)
sperequato (επίθ.)
sperequazione (θηλ.ουσ)
spergiuramento (ουσ αρσ )
spergiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spergiuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
spergiuro (ουσ αρσ )
spergiuro (επίθ.)
spericolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spericolato (ουσ αρσ )
spericolato (επίθ.)
sperimentabile (επίθ.)
sperimentale (επίθ.)
sperimentalismo (ουσ αρσ )
sperimentalmente (επίρ.)
sperimentare (ρ. μτβ.)
sperimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sperimentato (επίθ.)
sperimentatore (ουσ αρσ )
sperimentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---