Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sperdiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sperdiˈmento]

1 διασκορπισμός
2 διασπορά
3 σκόρπισμα
4 διασκόρπιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sperdersi sperduto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sperare (ρ.αμτβ.)
sperare (ρ. μτβ.)
speratura (θηλ.ουσ)
sperdere (ρ. μτβ.)
sperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
sperdimento (ουσ αρσ )
sperduto (επίθ.)
sperequare (ρ. μτβ.)
sperequato (επίθ.)
sperequazione (θηλ.ουσ)
spergiuramento (ουσ αρσ )
spergiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spergiuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
spergiuro (ουσ αρσ )
spergiuro (επίθ.)
spericolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spericolato (ουσ αρσ )
spericolato (επίθ.)
sperimentabile (επίθ.)
sperimentale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---