Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [speˈrare]

1 θαρρεύω
2 ευελπιστώ
3 περιμένω κάτι καλό
4 προσδοκώ κάτι καλό
5 προσδοκώ
6 αναμένω κάτι καλό
7 ελπίζω
8 απαντέχω
9 αποβλέπω
10 απεκδέχομαι

speràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [speˈrare]

ελπίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speranzoso speratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spenzoloni (επίρ.)
sperabile (επίθ.)
speranza (θηλ.ουσ)
speranzoso (επίθ.)
sperare (ρ.αμτβ.)
sperare (ρ. μτβ.)
speratura (θηλ.ουσ)
sperdere (ρ. μτβ.)
sperdersi (ρ. μ. αμτβ.)
sperdimento (ουσ αρσ )
sperduto (επίθ.)
sperequare (ρ. μτβ.)
sperequato (επίθ.)
sperequazione (θηλ.ουσ)
spergiuramento (ουσ αρσ )
spergiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spergiuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
spergiuro (ουσ αρσ )
spergiuro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---