Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spensierataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [spensjerataˈmente]

1 ξένοιαστα
2 ασυλλόγιστα
3 απερίσκεπτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spennellatura spensieratezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)
spennellata (θηλ.ουσ)
spennellatura (θηλ.ουσ)
spensieratamente (επίρ.)
spensieratezza (θηλ.ουσ)
spensierato (ουσ αρσ )
spensierato (επίθ.)
spento (επίθ.)
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spenzoloni (επίρ.)
sperabile (επίθ.)
speranza (θηλ.ουσ)
speranzoso (επίθ.)
sperare (ρ.αμτβ.)
sperare (ρ. μτβ.)
speratura (θηλ.ουσ)
sperdere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---