spensieratézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [spensjeraˈtettsa]
1 ασυλλογισιά
2 αστοχασιά
3 ασυνεσία
4 κουτουράδα
5 επιπολαιότητα
6 αμυαλιά
7 απερισκεψία
8 ανοησία
9 ασκεψία
10 απρονοησία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [spensjeraˈtettsa]
1 ασυλλογισιά
2 αστοχασιά
3 ασυνεσία
4 κουτουράδα
5 επιπολαιότητα
6 αμυαλιά
7 απερισκεψία
8 ανοησία
9 ασκεψία
10 απρονοησία
permalink
spensieratezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android