Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spensieratézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spensjeraˈtettsa]

1 ασυλλογισιά
2 αστοχασιά
3 ασυνεσία
4 κουτουράδα
5 επιπολαιότητα
6 αμυαλιά
7 απερισκεψία
8 ανοησία
9 ασκεψία
10 απρονοησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spensieratamente spensierato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)
spennellata (θηλ.ουσ)
spennellatura (θηλ.ουσ)
spensieratamente (επίρ.)
spensieratezza (θηλ.ουσ)
spensierato (ουσ αρσ )
spensierato (επίθ.)
spento (επίθ.)
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spenzoloni (επίρ.)
sperabile (επίθ.)
speranza (θηλ.ουσ)
speranzoso (επίθ.)
sperare (ρ.αμτβ.)
sperare (ρ. μτβ.)
speratura (θηλ.ουσ)
sperdere (ρ. μτβ.)
sperdersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---