Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spennellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spennelˈlare]

βάφω με πινέλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spennatura spennellata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spennacchiato (επίθ.)
spennare (ρ. μτβ.)
spennarsi (ρ.μ. (αντων.))
spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)
spennellata (θηλ.ουσ)
spennellatura (θηλ.ουσ)
spensieratamente (επίρ.)
spensieratezza (θηλ.ουσ)
spensierato (ουσ αρσ )
spensierato (επίθ.)
spento (επίθ.)
spenzolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spenzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spenzoloni (επίρ.)
sperabile (επίθ.)
speranza (θηλ.ουσ)
speranzoso (επίθ.)
sperare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---