Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspèndita
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛndita] 1 ξοδιασμός 2 ξόδιασμα 3 δαπάνη 4 κυκλοφορία 5 ανάλωση 6 ξόδιαση 7 εξάντληση 8 ξόδεμα 9 κατανάλωση 10 ξόδεψη 11 ξοδεμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |