Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspenditóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [spendiˈtore] 1 ξοδιαστής 2 χρήστης 3 ξοδευτής 4 καταναλωτής 5 αγοραστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |