Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspendicchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spendikˈkjare] 1 ξοδεύω λίγο 2 χαλώ σε μικρές ποσότητες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |