Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spèlta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛlta]

στάρι triticum spelta


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spelonca spendaccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spellare (ρ. μτβ.)
spellarsi (ρ.μ. (αντων.))
spellatura (θηλ.ουσ)
spellicciare (ρ. μτβ.)
spelonca (θηλ.ουσ)
spelta (θηλ.ουσ)
spendaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
spendere (ρ. μτβ.)
spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)
spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)
spenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
spennacchiare (ρ. μτβ.)
spennacchiato (επίθ.)
spennare (ρ. μτβ.)
spennarsi (ρ.μ. (αντων.))
spennata (θηλ.ουσ)
spennatura (θηλ.ουσ)
spennellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---