Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speleologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,speleoloˈʤia]

σπηλαιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speleo speleologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spelare (ρ.αμτβ.)
spelare (ρ. μτβ.)
spelarsi (ρ.μ. (αντων.))
spelatura (θηλ.ουσ)
speleo (επίθ.)
speleologia (θηλ.ουσ)
speleologico (επίθ.)
speleologo (ουσ αρσ )
spellare (ρ. μτβ.)
spellarsi (ρ.μ. (αντων.))
spellatura (θηλ.ουσ)
spellicciare (ρ. μτβ.)
spelonca (θηλ.ουσ)
spelta (θηλ.ουσ)
spendaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
spendere (ρ. μτβ.)
spendereccio (επίθ.)
spendibile (επίθ.)
spendicchiare (ρ. μτβ.)
spendita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---