Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspelacchiàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spelakˈkjato] 1 σαραβαλιασμένος 2 ξεφτισμένος 3 τριμμένος 4 που έχει λίγα μαλλιά 5 φθαρμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |