Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspegnitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [speɲɲiˈtura] 1 κατάσβεση 2 σβέση 3 σβήσιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |