Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspeditóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spediˈtore] 1 αποστέλλων 2 διαβιβαστής 3 αποστολέας speditóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spediˈtore] διαβιβαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |