Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspeculatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [spekulaˈtore] 1 μαυραγορίτης 2 πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπία 3 συμφεροντολόγος 4 λοβιτουρατζής 5 κερδοσκόπος 6 σπεκουλαδόρος 7 κυβευτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |