Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspeculàre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spekuˈlare] κατοπτρικός speculàre ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spekuˈlare] 1 κερδίζω με αθέμιτα μέσα 2 σπεκουλάρω 3 κυβεύω 4 επωφελούμαι 5 εκμεταλλεύομαι 6 συλλογίζομαι 7 στοχάζομαι 8 σκέφτομαι 9 κερδοσκοπώ 10 προβληματίζομαι speculàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spekuˈlare] 1 πιθανολογώ 2 κάνω υποθέσεις ή σκέψεις 3 ερευνώ 4 εξετάζω 5 επισκοπώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |