Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spècolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛkolo]

1 κάτοπτρο
2 οφθαλμίδιο (κάμπιας)
3 ενδοσκόπιο
4 ειδώλιο
5 εικόνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specola speculabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speciosamente (επίρ.)
speciosità (θηλ.ουσ)
specioso (επίθ.)
speco (ουσ αρσ )
specola (θηλ.ουσ)
specolo (ουσ αρσ )
speculabile (επίθ.)
speculare (επίθ.)
speculare (ρ.αμτβ.)
speculare (ρ. μτβ.)
speculativamente (επίρ.)
speculativo (επίθ.)
speculatore (αρσ. επίθ και ουσ)
speculatorio (επίθ.)
speculazione (θηλ.ουσ)
speculum (ουσ αρσ )
spedalità (θηλ.ουσ)
spedalizzare (ρ. μτβ.)
spedantire (ρ. μτβ.)
spedire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---