Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspècolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɛkolo] 1 κάτοπτρο 2 οφθαλμίδιο (κάμπιας) 3 ενδοσκόπιο 4 ειδώλιο 5 εικόνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |