Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specificataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [speʧifikataˈmente]

1 συγκεκριμένα
2 σαφώς
3 ιδία
4 επακριβώς
5 ρητά
6 ειδικά
7 λεπτομερώς
8 ιδιαιτέρως
9 ιδιαζόντως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specificare specificativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

specie (θηλ.ουσ)
specifica (θηλ.ουσ)
specificabile (επίθ.)
specificamente (επίρ.)
specificare (ρ. μτβ.)
specificatamente (επίρ.)
specificativo (επίθ.)
specificato (επίθ.)
specificazione (θηλ.ουσ)
specificità (θηλ.ουσ)
specifico (ουσ αρσ )
specifico (επίθ.)
specillare (ρ. μτβ.)
specillo (ουσ αρσ )
specimen (ουσ αρσ )
speciosamente (επίρ.)
speciosità (θηλ.ουσ)
specioso (επίθ.)
speco (ουσ αρσ )
specola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---