Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specìfica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [speˈʧifika]

1 ντοκουμέντο γραπτό
2 προδιαγραφή
3 λεπτομερής λίστα
4 φορτωτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specie specificabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

specializzato (επίθ.)
specializzazione (θηλ.ουσ)
specialmente (επίρ.)
speciazione (θηλ.ουσ)
specie (θηλ.ουσ)
specifica (θηλ.ουσ)
specificabile (επίθ.)
specificamente (επίρ.)
specificare (ρ. μτβ.)
specificatamente (επίρ.)
specificativo (επίθ.)
specificato (επίθ.)
specificazione (θηλ.ουσ)
specificità (θηλ.ουσ)
specifico (ουσ αρσ )
specifico (επίθ.)
specillare (ρ. μτβ.)
specillo (ουσ αρσ )
specimen (ουσ αρσ )
speciosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---