Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspecializzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [speʧaliddzatˈtsjone] 1 δομική οργανική προσαρμογή 2 εξειδίκευση 3 ειδίκευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |