Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specializzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [speʧalidˈdzare]

1 εξειδικεύω
2 ειδικεύω

specializzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [speʧalidˈdzarsi]

1 αλλάζω προσαρμοζόμενος
2 εξειδικεύομαι
3 ειδικεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specialità specializzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)
specializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
specializzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specializzato (επίθ.)
specializzazione (θηλ.ουσ)
specialmente (επίρ.)
speciazione (θηλ.ουσ)
specie (θηλ.ουσ)
specifica (θηλ.ουσ)
specificabile (επίθ.)
specificamente (επίρ.)
specificare (ρ. μτβ.)
specificatamente (επίρ.)
specificativo (επίθ.)
specificato (επίθ.)
specificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---