Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speciàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [speˈʧale]

ειδικός (-ή, -ό), ιδιαίτερος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specchio specialista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


effetti [αρσ. πλυθ.] speciali = τα ειδικά εφφέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

specchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specchiato (επίθ.)
specchiera (θηλ.ουσ)
specchietto (ουσ αρσ )
specchio (ουσ αρσ )
speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)
specializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
specializzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specializzato (επίθ.)
specializzazione (θηλ.ουσ)
specialmente (επίρ.)
speciazione (θηλ.ουσ)
specie (θηλ.ουσ)
specifica (θηλ.ουσ)
specificabile (επίθ.)
specificamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---