Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specialìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [speʧaˈlistiko]

1 ο του εμπειρογνώμονα
2 ειδικευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specialista specialità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

specchietto (ουσ αρσ )
specchio (ουσ αρσ )
speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)
specializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
specializzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specializzato (επίθ.)
specializzazione (θηλ.ουσ)
specialmente (επίρ.)
speciazione (θηλ.ουσ)
specie (θηλ.ουσ)
specifica (θηλ.ουσ)
specificabile (επίθ.)
specificamente (επίρ.)
specificare (ρ. μτβ.)
specificatamente (επίρ.)
specificativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---