Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspecialità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [speʧaliˈta] 1 η ειδικότητα 2 (cucina) η σπεσιαλιτέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |