Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspecchiàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spekˈkjarsi] 1 αντικατοπτρίζομαι 2 αντανακλώμαι 3 καθρεφτίζομαι 4 κοιτάζομαι στον καθρέφτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |