Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specchiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spekˈkjarsi]

1 αντικατοπτρίζομαι
2 αντανακλώμαι
3 καθρεφτίζομαι
4 κοιτάζομαι στον καθρέφτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  specchiaio specchiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazzolificio (ουσ αρσ )
spazzolino (ουσ αρσ )
spazzolone (ουσ αρσ )
speaker (ουσ αρσ και θηλ.)
specchiaio (ουσ αρσ )
specchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specchiato (επίθ.)
specchiera (θηλ.ουσ)
specchietto (ουσ αρσ )
specchio (ουσ αρσ )
speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)
specializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
specializzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specializzato (επίθ.)
specializzazione (θηλ.ουσ)
specialmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---