Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


speaker  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspiker]

1 κυβερνητικός εκπρόσωπος
2 αγορητής
3 εκφωνητής τηλεόρασης
4 σχολιαστής αγώνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spazzolone specchiaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazzolatrice (θηλ.ουσ)
spazzolatura (θηλ.ουσ)
spazzolificio (ουσ αρσ )
spazzolino (ουσ αρσ )
spazzolone (ουσ αρσ )
speaker (ουσ αρσ και θηλ.)
specchiaio (ουσ αρσ )
specchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specchiato (επίθ.)
specchiera (θηλ.ουσ)
specchietto (ουσ αρσ )
specchio (ουσ αρσ )
speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)
specializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
specializzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specializzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---