Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spazzolifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spattsoliˈfiʧo]

εργοστάσιο που φτιάχνει βούρτσες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spazzolatura spazzolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazzola (θηλ.ουσ)
spazzolare (ρ. μτβ.)
spazzolata (θηλ.ουσ)
spazzolatrice (θηλ.ουσ)
spazzolatura (θηλ.ουσ)
spazzolificio (ουσ αρσ )
spazzolino (ουσ αρσ )
spazzolone (ουσ αρσ )
speaker (ουσ αρσ και θηλ.)
specchiaio (ουσ αρσ )
specchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specchiato (επίθ.)
specchiera (θηλ.ουσ)
specchietto (ουσ αρσ )
specchio (ουσ αρσ )
speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---