Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


specchiàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spekˈkjajo]

κατασκευαστής καθρεφτών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  speaker specchiarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spazzolatura (θηλ.ουσ)
spazzolificio (ουσ αρσ )
spazzolino (ουσ αρσ )
spazzolone (ουσ αρσ )
speaker (ουσ αρσ και θηλ.)
specchiaio (ουσ αρσ )
specchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specchiato (επίθ.)
specchiera (θηλ.ουσ)
specchietto (ουσ αρσ )
specchio (ουσ αρσ )
speciale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
specialista (ουσ αρσ και θηλ.)
specialista (επίθ.)
specialistico (επίθ.)
specialità (θηλ.ουσ)
specializzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
specializzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
specializzato (επίθ.)
specializzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---