Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspazzolìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spattsoˈlino] το βουρτσάκι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαspazzolino [αρσ.] da denti = η οδοντόβουρτσα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |