Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romanità (θηλ.ουσ) rombododecaèdro (ουσ αρσ )
romanizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) romboèdrico (επίθ.)
romanizzazióne (θηλ.ουσ) romboèdro (ουσ αρσ )
romàno (ουσ αρσ ) romboidàle (επίθ.)
romàno (επίθ.) rombòide (αρσ. επίθ και ουσ)
romanticherìa (θηλ.ουσ) romèo (ουσ αρσ )
romanticìsmo (ουσ αρσ ) rómice (ουσ αρσ και θηλ.)
romàntico (ουσ αρσ ) romitàggio (ουσ αρσ )
romàntico (επίθ.) romìto (αρσ. επίθ και ουσ)
romanticùme (ουσ αρσ ) romitòrio (ουσ αρσ )
romànza (θηλ.ουσ) rómpere (ρ.αμτβ.)
romanzàre (ρ. μτβ.) rómpere (ρ. μτβ.)
romanzàto (επίθ.) rómpersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
romanzatóre (αρσ. επίθ και ουσ) rompibàlle (ουσ αρσ και θηλ.)
romanzésco (επίθ.) rompicàpo (ουσ αρσ )
romanzétto (ουσ αρσ ) rompicòllo (ουσ αρσ και θηλ.)
romanzière (ουσ αρσ ) rompighiàccio (ουσ αρσ και θηλ.)
romànzo (ουσ αρσ ) rompiménto (ουσ αρσ )
romànzo (επίθ.) rompiscàtole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rombànte (επίθ.) rompitàsche (ουσ αρσ και θηλ.)
rombàre (ρ.αμτβ.) roncatùra (θηλ.ουσ)
rombencèfalo (ουσ αρσ ) roncinàto (επίθ.)
rómbico (επίθ.) rónco (ουσ αρσ )
rómbo (ουσ αρσ ) róncola (θηλ.ουσ)
rombododecaèdrico (επίθ.) roncolàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: