Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


romanticherìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [romantikeˈria]

1 ρεμβασμός
2 ρομάντζο
3 ρομαντική ατμόσφαιρα
4 ρομαντική διάθεση
5 ρομάντζα
6 ονειροπόληση
7 συναισθηματικότητα
8 συναισθηματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romano romanticismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romanità (θηλ.ουσ)
romanizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
romanizzazione (θηλ.ουσ)
romano (ουσ αρσ )
romano (επίθ.)
romanticheria (θηλ.ουσ)
romanticismo (ουσ αρσ )
romantico (ουσ αρσ )
romantico (επίθ.)
romanticume (ουσ αρσ )
romanza (θηλ.ουσ)
romanzare (ρ. μτβ.)
romanzato (επίθ.)
romanzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
romanzesco (επίθ.)
romanzetto (ουσ αρσ )
romanziere (ουσ αρσ )
romanzo (ουσ αρσ )
romanzo (επίθ.)
rombante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---