Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


romanzésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [romanˈdzesko]

1 οδυσσειακός
2 πολυκύμαντος
3 δονκιχωτικός
4 ρομαντικός
5 ιπποτικός
6 μυθιστορηματικός
7 περιπετειώδης
8 μυθιστορικός
9 πολυτάραχος
10 φανταστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romanzatore romanzetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romanticume (ουσ αρσ )
romanza (θηλ.ουσ)
romanzare (ρ. μτβ.)
romanzato (επίθ.)
romanzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
romanzesco (επίθ.)
romanzetto (ουσ αρσ )
romanziere (ουσ αρσ )
romanzo (ουσ αρσ )
romanzo (επίθ.)
rombante (επίθ.)
rombare (ρ.αμτβ.)
rombencefalo (ουσ αρσ )
rombico (επίθ.)
rombo (ουσ αρσ )
rombododecaedrico (επίθ.)
rombododecaedro (ουσ αρσ )
romboedrico (επίθ.)
romboedro (ουσ αρσ )
romboidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---