Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόromanticùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [romantiˈkume] 1 ανοησίες ρομαντικές 2 ανόητοι συναισθηματισμοί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |