Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


romàntico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [roˈmantiko]

1 αισθαντικός άνθρωπος
2 ευαίσθητος άνθρωπος
3 ρομαντικός καλλιτέχνης
4 αισθηματίας

romàntico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [roˈmantiko]

ρομαντικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romanticismo romanticume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romanizzazione (θηλ.ουσ)
romano (ουσ αρσ )
romano (επίθ.)
romanticheria (θηλ.ουσ)
romanticismo (ουσ αρσ )
romantico (ουσ αρσ )
romantico (επίθ.)
romanticume (ουσ αρσ )
romanza (θηλ.ουσ)
romanzare (ρ. μτβ.)
romanzato (επίθ.)
romanzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
romanzesco (επίθ.)
romanzetto (ουσ αρσ )
romanziere (ουσ αρσ )
romanzo (ουσ αρσ )
romanzo (επίθ.)
rombante (επίθ.)
rombare (ρ.αμτβ.)
rombencefalo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---