Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rombencèfalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,rombenˈʧɛfalo]

1 εμβρυὶκή παρεγκεφαλίδα και στέλεχος
2 ρομβεγκέφαλος
3 ρομβοειδής εγκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rombare rombico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romanziere (ουσ αρσ )
romanzo (ουσ αρσ )
romanzo (επίθ.)
rombante (επίθ.)
rombare (ρ.αμτβ.)
rombencefalo (ουσ αρσ )
rombico (επίθ.)
rombo (ουσ αρσ )
rombododecaedrico (επίθ.)
rombododecaedro (ουσ αρσ )
romboedrico (επίθ.)
romboedro (ουσ αρσ )
romboidale (επίθ.)
romboide (αρσ. επίθ και ουσ)
romeo (ουσ αρσ )
romice (ουσ αρσ και θηλ.)
romitaggio (ουσ αρσ )
romito (αρσ. επίθ και ουσ)
romitorio (ουσ αρσ )
rompere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---