ItalianoGreco


rombencèfalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,rombenˈʧɛfalo]

1 εμβρυὶκή παρεγκεφαλίδα και στέλεχος
2 ρομβεγκέφαλος
3 ρομβοειδής εγκέφαλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---