Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόromànzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [roˈmandzo] το ρόμαντζο, το μυθιστόρημα romànzo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [roˈmandzo] ρωμανικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαromanzo [αρσ.] giallo = το αστυνομικό ρομάντζο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |