Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


romanizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [romanidˈdzare]

1 κάνω κάτι σύμφωνα με το Ρωμαὶκό χαρακτήρα
2 προσηλυτίζω στον ρωμαιοκαθολικισμό
3 γράφω με λατινικούς χαρακτήρες
4 λατινοποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  romanità romanizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

romanismo (ουσ αρσ )
romanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
romanistica (θηλ.ουσ)
romanistico (επίθ.)
romanità (θηλ.ουσ)
romanizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
romanizzazione (θηλ.ουσ)
romano (ουσ αρσ )
romano (επίθ.)
romanticheria (θηλ.ουσ)
romanticismo (ουσ αρσ )
romantico (ουσ αρσ )
romantico (επίθ.)
romanticume (ουσ αρσ )
romanza (θηλ.ουσ)
romanzare (ρ. μτβ.)
romanzato (επίθ.)
romanzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
romanzesco (επίθ.)
romanzetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---