Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

petulànte (επίθ.) piàggia (θηλ.ουσ)
petulanteménte (επίρ.) piaggiàre (ρ. μτβ.)
petulànza (θηλ.ουσ) piaggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
petùnia (θηλ.ουσ) piagnistèo (ουσ αρσ )
pèzza (θηλ.ουσ) piagnóne (ουσ αρσ )
pezzàto (ουσ αρσ ) piagnucolaménto (ουσ αρσ )
pezzàto (επίθ.) piagnucolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pezzatùra (θηλ.ουσ) piagnucolìo (ουσ αρσ )
pezzènte (ουσ αρσ και θηλ.) piagnucolóne (ουσ αρσ )
pezzétta (θηλ.ουσ) piagnucolóso (επίθ.)
pèzzo (ουσ αρσ ) piagóso (επίθ.)
pezzolàta (θηλ.ουσ) piàlla (θηλ.ουσ)
pezzùllo (ουσ αρσ ) piallàccio (ουσ αρσ )
pezzuòla (θηλ.ουσ) piallàre (ρ. μτβ.)
pi (ουσ αρσ και θηλ.) piallàta (θηλ.ουσ)
piacènte (επίθ.) piallàto (αρσ. επίθ και ουσ)
piacére (ουσ αρσ ) piallatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
piacére (ρ.αμτβ.) piallatrìce (θηλ.ουσ)
piacévole (επίθ.) piallatùra (θηλ.ουσ)
piacevolézza (θηλ.ουσ) piallettàre (ρ. μτβ.)
piacevolménte (επίρ.) piallétto (ουσ αρσ )
piaciménto (ουσ αρσ ) piamàdre (θηλ.ουσ)
piàga (θηλ.ουσ) piaménte (επίρ.)
piagàre (ρ. μτβ.) piàna (θηλ.ουσ)
piaggerìa (θηλ.ουσ) pianàle (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: