Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perfezionatóre (αρσ. επίθ και ουσ) pèrgola (θηλ.ουσ)
perfezióne (θηλ.ουσ) pergolàto (ουσ αρσ )
perfezionìsmo (ουσ αρσ ) periadenìte (θηλ.ουσ)
perfezionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) periànzio (ουσ αρσ )
perfezionìstico (επίθ.) periarterìte (θηλ.ουσ)
perfidaménte (επίρ.) periartrìte (θηλ.ουσ)
perfìdia (θηλ.ουσ) periblèma (ουσ αρσ )
pèrfido (επίθ.) perìbolo (ουσ αρσ )
perfìno (επίρ.) pericàrdico (επίθ.)
perforàbile (επίθ.) pericàrdio (ουσ αρσ )
perforaménto (ουσ αρσ ) pericardìte (θηλ.ουσ)
perforànte (αρσ. επίθ και ουσ) pericàrpio (ουσ αρσ )
perforàre (ρ. μτβ.) pericàrpo (ουσ αρσ )
perforàto (αρσ. επίθ και ουσ) Pèricle (ουσ αρσ )
perforatóre (ουσ αρσ ) pericolànte (επίθ.)
perforatóre (επίθ.) pericolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
perforatrìce (θηλ.ουσ) perìcolo (ουσ αρσ )
perforatùra (θηλ.ουσ) pericolosaménte (επίρ.)
perforazióne (θηλ.ουσ) pericolosità (θηλ.ουσ)
perfosfàto (ουσ αρσ ) pericolóso (επίθ.)
perfusióne (θηλ.ουσ) pericòndrio (ουσ αρσ )
pergamèna (θηλ.ουσ) peridèrma (ουσ αρσ )
pergamenàceo (επίθ.) perìdio (ουσ αρσ )
pergamenàto (επίθ.) peridotìte (θηλ.ουσ)
pèrgamo (ουσ αρσ ) peridòto, perìdoto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: