Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

effìmera (θηλ.ουσ) ègida (θηλ.ουσ)
effìmero (αρσ. επίθ και ουσ) Egìna (κύρ.όν. θηλ.)
efflorescènte (επίθ.) egìoco (αρσ. επίθ και ουσ)
efflorescènza (θηλ.ουσ) ègira, egìra (θηλ.ουσ)
effluènte (ουσ αρσ ) Egìsto (κύρ.όν. θηλ.)
effluènte (επίθ.) Egìtto (ουσ αρσ )
effluìre (ρ.αμτβ.) egittologìa (θηλ.ουσ)
efflùsso (ουσ αρσ ) egittòlogo (ουσ αρσ )
efflùvio (ουσ αρσ ) egiziàno (αρσ. επίθ και ουσ)
effóndere (ρ. μτβ. και αμετβ.) egìzio (αρσ. επίθ και ουσ)
effondersi (ρ.μ. (αντων.)) eglantìna (θηλ.ουσ)
effrazióne (θηλ.ουσ) eglefìno (ουσ αρσ )
effrenato (επίθ.) égli (προσωπ. αντων.)
effusióne (θηλ.ουσ) ègloga (θηλ.ουσ)
effusìvo (επίθ.) ègo (ουσ αρσ )
effusóre (αρσ. επίθ και ουσ) egocentricità (θηλ.ουσ)
èfod (ουσ αρσ ) egocèntrico (ουσ αρσ )
eforàto (ουσ αρσ ) egocèntrico (επίθ.)
èforo (ουσ αρσ ) egocentrìsmo (ουσ αρσ )
egalitàrio (αρσ. επίθ και ουσ) egoìsmo (ουσ αρσ )
egèmone (ουσ αρσ ) egoìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
egèmone (επίθ.) egoìsta (επίθ.)
egemonìa (θηλ.ουσ) egoìstico (επίθ.)
egemònico (επίθ.) egotìsmo (ουσ αρσ )
egèo (ουσ αρσ ) egotìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: